κατραμόχαρτο

κατραμόχαρτο
το
χοντρό χαρτί αλειμμένο με πίσσα, πισσόχαρτο: Το κάλυψε μ' ένα κατραμόχαρτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατραμόχαρτο — το χοντρό αδιάβροχο χαρτί αλειμμένο με κατράμι, πισσόχαρτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”